-
1 брат
брат м о αδελφός, ο αδερφός двоюродный \брат о (ε)ξάδερφος старший (младший) \брат ο μεγαλύτερος (μικρότερος) αδερφός \братья-близнецы οι δίδυμοι αδερφοί* * *мο αδελφός, ο αδερφόςдвою́родный брат — о (ε)ξάδερφος
ста́рший (мла́дший) брат — ο μεγαλύτερος (μικρότερος) αδερφός
братья-близнецы́ — οι δίδυμοι αδερφοί